φοβεριστικός

φοβεριστικός
-ή, -ό, Ν [φοβερίζω]
(παλ. τ.) απειλητικός, εκφοβιστικός («τούς λέγει με σιγανήν φωνήν αλλά φοβεριστικήν ότι αν δεν κατεβούν...», Αραβ. Μυθ. Χαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”